ὠφελήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠφελήσιμος:''' -ον, [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ὠφελήσιμος:''' -ον, [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠφελήσῐμος:''' оказывающий помощь или благодеяние, благодетельный, полезный Soph., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A useful, serviceable, profitable, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ' ὠ. S.Aj.1022; ὠ. [λόγος] Ar.Av.317 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελήσιμος: -ον, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ ὠφεληθῇ, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ’ ὠφ. Σοφ. Αἴ. 1022· ὠφ. λόγος Ἀριστοφ. Ὄρν. 317.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 utile, avantageux;
2 secourable, bienveillant.
Étymologie: ὠφελέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ήσιμος (πρβλ. βοηθ-ήσιμος)].
Greek Monotonic
ὠφελήσιμος: -ον, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὠφελήσῐμος: оказывающий помощь или благодеяние, благодетельный, полезный Soph., Arph.