ὡδί: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὡδί:''' [ῑ], Αττ., επιτετ. [[τύπος]] του [[ὧδε]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὡδί:''' [ῑ], Αττ., επιτετ. [[τύπος]] του [[ὧδε]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡδί:''' Arph., Plat. intens. к [[ὧδε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], Att. strengthd. form of
A ὧδε, ὡ. κεχηνώς Ar.Pax57, cf. Nu.690, Pl.Prt.353c, Grg.477c, al., Plot.6.4.8; never in Trag.
German (Pape)
[Seite 1407] das att. verstärkte ὧδε, Plat. Prot. 353 c Gorg. 477 c u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὡδί: [ῑ], Ἀττ. ἐπιτετταμένος τύπος τοῦ ὧδε, συχν. μετὰ μετοχ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 57, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πρωταγ. 353C, Γοργ. 470C, κ. ἀλλ.· οὐδέποτε παρὰ τοῖς Τραγ. Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Ζ´, σ. 50 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
forme att. renforcée pour ὧδε.
Greek Monotonic
ὡδί: [ῑ], Αττ., επιτετ. τύπος του ὧδε, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὡδί: Arph., Plat. intens. к ὧδε.