διακερματίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(9) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διακερματίζομαι]] (Α)<br />[[μετατρέπω]] [[νόμισμα]] σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, [[κάνω]] [[ψιλά]], «[[χαλάω]]». | |mltxt=[[διακερματίζομαι]] (Α)<br />[[μετατρέπω]] [[νόμισμα]] σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, [[κάνω]] [[ψιλά]], «[[χαλάω]]». | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακερματίζομαι [διά, κερματίζω] ‘stukslaan’, d.w.z. in kleingeld wisselen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A get changed into small coin, δραχμήν Ar.V.789.
Spanish (DGE)
(διακερμᾰτίζομαι)
• Morfología: [act. tard. Gr.Nyss.Eun.2.180]
1 cambiar en calderilla (δραχμήν) Ar.V.789.
2 fragmentar, hacer pedazos en v. pas. (ὁ χρυσός) κἂν εἰς πολλοὺς διακερματίζηται τύπους Gr.Nyss.Tres dei 53.16
•fig. τὴν ἐπίνοιαν ἡμῖν ὁ σοφὸς διακερματίσας Gr.Nyss.l.c.
Greek Monolingual
διακερματίζομαι (Α)
μετατρέπω νόμισμα σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, κάνω ψιλά, «χαλάω».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακερματίζομαι [διά, κερματίζω] ‘stukslaan’, d.w.z. in kleingeld wisselen.