χρυσόπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που έχει επιχρυσωμένη [[πρύμνη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''χρῡσόπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που έχει επιχρυσωμένη [[πρύμνη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόπρυμνος:''' с золоченой кормой ([[πορθμεῖον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπρυμνος Medium diacritics: χρυσόπρυμνος Low diacritics: χρυσόπρυμνος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: chrysóprymnos Transliteration B: chrysoprymnos Transliteration C: chrysoprymnos Beta Code: xruso/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poupe d’or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].

Greek Monotonic

χρῡσόπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει επιχρυσωμένη πρύμνη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπρυμνος: с золоченой кормой (πορθμεῖον Plut.).