διαρρωγή: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(9) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαρρωγή]], η (Α)<br />[[χάσμα]], [[κενό]] που αφήνεται [[κατά]] την [[επίδεση]] με επίδεσμο. | |mltxt=[[διαρρωγή]], η (Α)<br />[[χάσμα]], [[κενό]] που αφήνεται [[κατά]] την [[επίδεση]] με επίδεσμο. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαρρωγή -ῆς, ἡ [διαρρήγνυμι] spleet. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.
Greek Monolingual
διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρωγή -ῆς, ἡ [διαρρήγνυμι] spleet.