διαρρωγή: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(9)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαρρωγή]], η (Α)<br />[[χάσμα]], [[κενό]] που αφήνεται [[κατά]] την [[επίδεση]] με επίδεσμο.
|mltxt=[[διαρρωγή]], η (Α)<br />[[χάσμα]], [[κενό]] που αφήνεται [[κατά]] την [[επίδεση]] με επίδεσμο.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρωγή -ῆς, ἡ [διαρρήγνυμι] spleet.
}}
}}

Revision as of 06:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρωγή Medium diacritics: διαρρωγή Low diacritics: διαρρωγή Capitals: ΔΙΑΡΡΩΓΗ
Transliteration A: diarrōgḗ Transliteration B: diarrōgē Transliteration C: diarrogi Beta Code: diarrwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.

Greek Monolingual

διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρωγή -ῆς, ἡ [διαρρήγνυμι] spleet.