καθευδητέον: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθευδητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καθευδητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=καθευδητέον, adj. verb. van καθεύδω, er moet geslapen worden.
}}
}}

Revision as of 06:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθευδητέον Medium diacritics: καθευδητέον Low diacritics: καθευδητέον Capitals: ΚΑΘΕΥΔΗΤΕΟΝ
Transliteration A: katheudētéon Transliteration B: katheudēteon Transliteration C: kathevditeon Beta Code: kaqeudhte/on

English (LSJ)

   A one must sleep, Pl.Phdr.259d.

Greek (Liddell-Scott)

καθευδητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D.

Greek Monotonic

καθευδητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθευδητέον, adj. verb. van καθεύδω, er moet geslapen worden.