καθευδητέον

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθευδητέον Medium diacritics: καθευδητέον Low diacritics: καθευδητέον Capitals: ΚΑΘΕΥΔΗΤΕΟΝ
Transliteration A: katheudētéon Transliteration B: katheudēteon Transliteration C: kathevditeon Beta Code: kaqeudhte/on

English (LSJ)

one must sleep, Pl.Phdr.259d.

Greek (Liddell-Scott)

καθευδητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D.

Greek Monotonic

καθευδητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθευδητέον, adj. verb. van καθεύδω, er moet geslapen worden.

German (Pape)

Adj. verb. von καθεύδω.