κανθήλια: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κανθήλια:''' τά вьючное седло с переметными корзинами Arph. | |elrutext='''κανθήλια:''' τά вьючное седло с переметными корзинами Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κανθήλια -ων, τά [~ κάνθων] draagmanden (aan een pakezel). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ων, τά,
A panniers at the sides of a pack-saddle, Ar.V. 170: hence, any large baskets, for carrying grapes at the vintage, Artem.4.5, Gp.6.11.1, Hsch.: generally, pack-saddle, κ. καμηλικά prob. in PGoodsp.Cair.30xxxiv 18 (iiA. D.). II wooden frame that rises in a curve at a ship's stern, Hsch. III sg., κανθήλιον, τό, in Archit.,rafter, IG22.463.73. (Lat. cantherius, Vitr.4.2.3.)
German (Pape)
[Seite 1320] τά (κάνθος), ein Saumsattel zum Bepacken der Lastthiere, auch die großen Packkörbe, die an beiden Seiten des Saumsattels hingen; τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖς τοῖς κανθηλίοις Ar. Vesp. 169; Artemid. 4, 5. Uebh. große Körbe, um Weintrauben u. dgl. zu tragen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κανθήλια: -ων, τά, Λατ. clitellea, σάγμα ὑποζυγίων ἢ τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ σάγματος κοφίνια, Ἀριστοφ. Σφ. 169· ἐντεῦθεν, μεγάλα κοφίνια πρὸς μεταφορὰν σταφυλῶν κατὰ τὸν τρυγητόν, Ἀρτεμίδ. 4. 6, Γεωπ. 6. 11· «τὰ σάγματα τῶν ὄνων καὶ τὰ τούτοις ἐπιτιθέμενα λύγινα πλέγματα» Ἡσύχ. ΙΙ. «τὰ ἐν τῇ πρύμνῃ τῆς νεὼς ἐπικαμπῆ ξύλα, τιθέμενα πρὸς σκηνοπήγια» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
paniers qui pendent de chaque côté du bât d’un âne.
Étymologie: κάνης.
Greek Monotonic
κανθήλια: -ων, τά, Λατ. clitellae, σαμάρι, (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κανθήλια: τά вьючное седло с переметными корзинами Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανθήλια -ων, τά [~ κάνθων] draagmanden (aan een pakezel).