καλλιπόταμος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(2b)
(nl)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλῐπόταμος:''' образующий красивую реку ([[ὕδατος]] [[νοτίς]] Eur.).
|elrutext='''καλλῐπόταμος:''' образующий красивую реку ([[ὕδατος]] [[νοτίς]] Eur.).
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.
}}
}}

Revision as of 06:52, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.

Greek Monolingual

καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.