κακιότερος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(2b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]].
|elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακιότερος comp., zie κακός.
}}
}}

Revision as of 06:56, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιότερος comp., zie κακός.