κακιότερος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(2b) |
(nl) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]]. | |elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακιότερος comp., zie κακός. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.
Greek Monolingual
κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακιότερος comp., zie κακός.