κυλινδρικός: Difference between revisions

nl
(22)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλινδρικός]], -ή, -όν) [[κύλινδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. <i>κυλινδρικά</i> και -<i>ώς</i> (Α κυλινδρικῶς)<br />με κυλινδρικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλινδρικός]], -ή, -όν) [[κύλινδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. <i>κυλινδρικά</i> και -<i>ώς</i> (Α κυλινδρικῶς)<br />με κυλινδρικό τρόπο.
}}
{{elnl
|elnltext=κυλινδρικός -ή -όν [κύλινδρος] cilindervormig.
}}
}}