πειθός: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πειθός:''' убедительный (σοφίας λόγοι NT). | |elrutext='''πειθός:''' убедительный (σοφίας λόγοι NT). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πειθός -ή -όν overtuigend.\n | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.
English (Strong)
from πείθω; persuasive: enticing.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].
Greek Monotonic
πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθός -ή -όν overtuigend.\n