πολεμητέον: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολεμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[πολεμέω]], αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. [[πολεμητέα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''πολεμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[πολεμέω]], αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. [[πολεμητέα]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολεμητέον, adj. verb. van πολεμέω, er moet oorlog gevoerd worden; ook plur. πολεμητέα. Thuc. 1.79.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must go to war, Ar.Lys.496, Arist.Rh.1396a8; ἑκάστοις Pl.Plt. 304e: pl. πολεμ-ητέα, Th.1.79, D.C.36.46.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πολεμέω, δεῖ πολεμεῖν, Ἀριστοφ. Λυσ. 496, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 5· τινι, κατά τινος, Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· ― πληθ. πολεμητέα, Θουκ. 1. 79, Δίων Κ. 36. 29.
Greek Monotonic
πολεμητέον: ρημ. επίθ. του πολεμέω, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. πολεμητέα, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμητέον, adj. verb. van πολεμέω, er moet oorlog gevoerd worden; ook plur. πολεμητέα. Thuc. 1.79.2.