Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδηροβριθής: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐδηροβρῑθής:''' отягченный железом: σιδηροβριθὲς [[ξύλον]] Eur. = [[λόγχη]].
|elrutext='''σῐδηροβρῑθής:''' отягченный железом: σιδηροβριθὲς [[ξύλον]] Eur. = [[λόγχη]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηροβριθής -ές [σίδηρος, βρίθω] met zware ijzeren punt.
}}
}}

Revision as of 08:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρῑθής Medium diacritics: σιδηροβριθής Low diacritics: σιδηροβριθής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: sidērobrithḗs Transliteration B: sidērobrithēs Transliteration C: sidirovrithis Beta Code: sidhrobriqh/s

English (LSJ)

ές,

   A ironloaded, ξύλον E.Fr.531.

German (Pape)

[Seite 879] ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρῑθής: -ές, πεφορτωμένος σίδηρον, σίδηρον ἔχων, ξύλον Εὐρ. Ἀποσπ. 535.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονο-βριθής].

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροβρῑθής: отягченный железом: σιδηροβριθὲς ξύλον Eur. = λόγχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροβριθής -ές [σίδηρος, βρίθω] met zware ijzeren punt.