σοφιστέον: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σοφιστέον:''' ρημ. επίθ. του <i>[[σοφίζομαι]]</i>, πρέπει [[κάποιος]] να επινοήσει [[τέχνασμα]], σε Αριστ. | |lsmtext='''σοφιστέον:''' ρημ. επίθ. του <i>[[σοφίζομαι]]</i>, πρέπει [[κάποιος]] να επινοήσει [[τέχνασμα]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σοφιστέον [σοφίζω] adj. verb. er moet slim bedacht worden:. πάντα al het mogelijke Aristot. Pol. 1319b25. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must contrive, ὅπως ἂν . . Arist.Pol.1319b25.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μηχανευθῇ, ἐπινοήσῃ, ὅπως ἄν.. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19.
Greek Monotonic
σοφιστέον: ρημ. επίθ. του σοφίζομαι, πρέπει κάποιος να επινοήσει τέχνασμα, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφιστέον [σοφίζω] adj. verb. er moet slim bedacht worden:. πάντα al het mogelijke Aristot. Pol. 1319b25.