σκυτοδεψικός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(37)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκυτοδέψης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από [[βυρσοδεψία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή σκυτοδεψική</i><br />α) (ενν. [[κόπρος]])<br />η [[κοπριά]] που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων<br />β) (ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατεργασίας δερμάτων, [[βυρσοδεψία]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκυτοδέψης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από [[βυρσοδεψία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή σκυτοδεψική</i><br />α) (ενν. [[κόπρος]])<br />η [[κοπριά]] που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων<br />β) (ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατεργασίας δερμάτων, [[βυρσοδεψία]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκυτοδεψικός -ή -όν [σκυτοδέψης] behorend tot de leerlooierij.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδεψικός Medium diacritics: σκυτοδεψικός Low diacritics: σκυτοδεψικός Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΙΚΟΣ
Transliteration A: skytodepsikós Transliteration B: skytodepsikos Transliteration C: skytodepsikos Beta Code: skutodeyiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for curriers or currying, ῥοῦς Hp.Liqu.5: -κή, ἡ (sc. κόπρος), Thphr.CP3.17.5,5.15.2. -ός, ὁ,= σκυτοδέψης, Pl.Grg.517e, v.l. in Luc.Vit.Auct.11.

German (Pape)

[Seite 908] ή, όν, zum Ledergerber, zum Ledergerben gehörig; ἡ σκυτοδεψική, mit u. ohne τέχνη, die Gerbetkunft, Gerberei, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς βυρσοδέψας ἢ τὴν βυρσοδεψικήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 5., 5. 15, 2· - ἡ σκυτοδεψικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ βυρσοδεψική, ἡ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκυτοδέψης
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία
2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική
α) (ενν. κόπρος)
η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων
β) (ενν. τέχνη) η τέχνη της κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοδεψικός -ή -όν [σκυτοδέψης] behorend tot de leerlooierij.