Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στεγνόω: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_1)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγνόω''': (στεγνὸς) [[καλύπτω]] στεγνῶς, ἑρμητικῶς, [[κλείω]] καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., [[ἐμποδίζω]], σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. [[συστεγνόω]].
|lstext='''στεγνόω''': (στεγνὸς) [[καλύπτω]] στεγνῶς, ἑρμητικῶς, [[κλείω]] καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., [[ἐμποδίζω]], σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. [[συστεγνόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στεγνόω [στεγνός] alleen med.-pass. zich dichten, zich sluiten.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνόω Medium diacritics: στεγνόω Low diacritics: στεγνόω Capitals: ΣΤΕΓΝΟΩ
Transliteration A: stegnóō Transliteration B: stegnoō Transliteration C: stegnoo Beta Code: stegno/w

English (LSJ)

   A close, πώματι τὸ ἀγγεῖον Gal.17(2).160, cf. 161:—Pass., Hero Spir. 1Praef., al.; of the pores, Gal.18(1).145.    2 make a building watertight, IG11(2).154 A 36, cf. 161 A114 (Delos, iii B.C.): —Pass., of embankments, χώματα ἐστεγνωμένα PSI4.315.25 (ii A.D.).    II make costive, Alex.Aphr.Pr.1 Praef. (Pass.); check discharge, μήτρα ἐστεγνωμένη Dsc.1.23; ὦτα πυορροοῦντα στεγνοῖ Id.2.81.    2 compress, πάπυρος στεγνουμένη Id.1.86; ἔριον μαλακὸν ἐστενωμένον (fort. ἐστεγνωμένον) Heliod. ap. Orib.46.19.2.

German (Pape)

[Seite 932] dicht machen, bes. den Leib verstopfen, adstringiren, Medic. – Auch löthen, kitten.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνόω: (στεγνὸς) καλύπτω στεγνῶς, ἑρμητικῶς, κλείω καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. κάμνω τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., ἐμποδίζω, σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. συστεγνόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγνόω [στεγνός] alleen med.-pass. zich dichten, zich sluiten.