στραγγουριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(38)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στραγγουρία]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[στραγγουρία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.
|mltxt=-ῶδες, Α [[στραγγουρία]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[στραγγουρία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.
}}
{{elnl
|elnltext=στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγουριώδης Medium diacritics: στραγγουριώδης Low diacritics: στραγγουριώδης Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: strangouriṓdēs Transliteration B: strangouriōdēs Transliteration C: straggouriodis Beta Code: straggouriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from it, ib.2.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).