συναλθάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(39)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συνάλθομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀλθάσσομαι</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἀλθαίνω]] «[[θεραπεύω]]» (<b>βλ.</b>λ. [[αλθαίνω]])].
|mltxt=Α<br />[[συνάλθομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀλθάσσομαι</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἀλθαίνω]] «[[θεραπεύω]]» (<b>βλ.</b>λ. [[αλθαίνω]])].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.
}}
}}

Revision as of 08:54, 1 January 2019

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.