συνωχαδόν: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνωχᾰδόν:''' adv. [[συνέχω]] непрерывно, постоянно или тотчас же Hes. | |elrutext='''συνωχᾰδόν:''' adv. [[συνέχω]] непрерывно, постоянно или тотчас же Hes. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of Time,
A perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.--On the form, v. A.D. Adv.196.14.
Greek (Liddell-Scott)
συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμ-αδόν)].
Greek Monotonic
συνωχᾰδόν: επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
συνωχᾰδόν: adv. συνέχω непрерывно, постоянно или тотчас же Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν.