τριγωνίστρια: Difference between revisions

From LSJ
(4b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίστρια:''' ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc.
|elrutext='''τρῐγωνίστρια:''' ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.
}}
}}

Revision as of 09:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίστρια Medium diacritics: τριγωνίστρια Low diacritics: τριγωνίστρια Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: trigōnístria Transliteration B: trigōnistria Transliteration C: trigonistria Beta Code: trigwni/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.

Greek Monolingual

ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίστρια: ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.