συμμεταίτιος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμεταίτιος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. [[μεταίτιος]], [[συναίτιος]].
|lstext='''συμμεταίτιος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. [[μεταίτιος]], [[συναίτιος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[συνένοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταίτιος]] «[[συναίτιος]], [[συνένοχος]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταίτιος Medium diacritics: συμμεταίτιος Low diacritics: συμμεταίτιος Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: symmetaítios Transliteration B: symmetaitios Transliteration C: symmetaitios Beta Code: summetai/tios

English (LSJ)

ον,

   A contributing jointly, πρός τι Pl.Ti.46e.

German (Pape)

[Seite 981] wie μεταίτιος, mitschuldig, Mitursache; τὰ τῶν ὀμμάτων ξυμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν, Plat. Tim. 46 e.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταίτιος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, πρός τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. μεταίτιος, συναίτιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταίτιος -ον medeverantwoordelijk, met πρός + acc. voor iets.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταίτιος: являющийся дополнительной причиной, сопричинный: τὰ συμμεταίτια πρός τι Plat. вся совокупность причин чего-л.