συκοφάντρια: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>fém. de</i> [[συκοφάντης]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>fém. de</i> [[συκοφάντης]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συκοφάντης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάντρια Medium diacritics: συκοφάντρια Low diacritics: συκοφάντρια Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΡΙΑ
Transliteration A: sykophántria Transliteration B: sykophantria Transliteration C: sykofantria Beta Code: sukofa/ntria

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντρια: ἡ сикофантка, доносчица Arph.