συγκαλλύνω: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαλλύνω''': [[καλλύνω]], σαρώνω [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· πρβλ. [[καλλύνω]].
|lstext='''συγκαλλύνω''': [[καλλύνω]], σαρώνω [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· πρβλ. [[καλλύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[σαρώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καλλύνω]] «[[ευτρεπίζω]], [[καθαρίζω]], [[σαρώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]], <i>τὸ</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαλλύνω Medium diacritics: συγκαλλύνω Low diacritics: συγκαλλύνω Capitals: ΣΥΓΚΑΛΛΥΝΩ
Transliteration A: synkallýnō Transliteration B: synkallynō Transliteration C: sygkallyno Beta Code: sugkallu/nw

English (LSJ)

   A sweep up together, Arist.Pr.936b27.

German (Pape)

[Seite 964] zusammen kchren, scgen, Arist. probl. 24, 9, τὰ διαῤῥιπτόμενα.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαλλύνω: καλλύνω, σαρώνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· πρβλ. καλλύνω.

Greek Monolingual

Α
σαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)].

Russian (Dvoretsky)

συγκαλλύνω: (ῡ) сметать, сгребать вместе (τὸ διαρριπτούμενον Arst.).