ἄμβη: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»]. | |mltxt=[[ἄμβη]], η (Α)<br /><b>1.</b> υψωμένο και προτεταμένο [[άκρο]] τόπου, κτηρίου ή πράγματος<br /><b>2.</b> το [[χείλος]] της στεφάνης του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το [[ρήμα]] [[ἀναβαίνω]], [[καθόσον]] σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η [[έννοια]] του «ύψους»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἄμβων]] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 2 January 2019
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἄμβων,
A raised edge or proiuberance, Hp.Art.7, cf. 80, Gal.18(1).340; rim of felloe of wheel, Democr.29.
German (Pape)
[Seite 118] ἡ, ion. für ἄμβων, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμβη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἄμβων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, 839.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
rebordede una férula o tablilla, Hp.Art.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.
•extremidad carnosa u ósea en forma de labio, Hp.Art.80, Gal.18(1).340.
• Etimología: Es indudable la rel. ἄμβων. En cambio la conexión de ambos c. ἀναβαίνω parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u.
Greek Monolingual
ἄμβη, η (Α)
1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος
2. το χείλος της στεφάνης του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η έννοια του «ύψους»].
Frisk Etymological English
See also: ἄμβων