δυσκραής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(10)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[δυσκραής]], -ές)<br />(για [[κλίμα]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[ευκραής]], δηλ. ο πολύ [[θερμός]] ή πολύ [[ψυχρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή [[κράση]].
|mltxt=-ές (Α [[δυσκραής]], -ές)<br />(για [[κλίμα]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[ευκραής]], δηλ. ο πολύ [[θερμός]] ή πολύ [[ψυχρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή [[κράση]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[εὑκραής]].
}}
}}

Revision as of 00:20, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκρᾱής Medium diacritics: δυσκραής Low diacritics: δυσκραής Capitals: ΔΥΣΚΡΑΗΣ
Transliteration A: dyskraḗs Transliteration B: dyskraēs Transliteration C: dyskrais Beta Code: duskrah/s

English (LSJ)

ές,

   A intemperate, Opp.H.2.517.

German (Pape)

[Seite 683] ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt, ῥιπή Opp. H. 2, 517.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκρᾱής: -ές, = δύσκρατος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 517.

Spanish (DGE)

(δυσκρᾱής) -ές destemplado, excesivo ῥιπή Opp.H.2.517.

Greek Monolingual

-ές (Α δυσκραής, -ές)
(για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός
νεοελλ.
(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση.

Frisk Etymological English

See also: s. εὑκραής.