ἐττημένος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(14) |
(1b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]]. | |mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[διαττάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:30, 3 January 2019
English (LSJ)
η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. δια-ττάω),
A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.
Greek Monolingual
ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].
Frisk Etymological English
See also: s. διαττάω.