νάννας: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(26)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νάννας]], ὁ, θηλ. νάννα (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θείος]] ή [[θεία]] από τον [[πατέρα]] ή από τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[νέννος]].
|mltxt=[[νάννας]], ὁ, θηλ. νάννα (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θείος]] ή [[θεία]] από τον [[πατέρα]] ή από τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[νέννος]].
}}
{{etym
|etymtx=-αν See also: s. [[νέννος]].
}}
}}

Revision as of 04:18, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάννας Medium diacritics: νάννας Low diacritics: νάννας Capitals: ΝΑΝΝΑΣ
Transliteration A: nánnas Transliteration B: nannas Transliteration C: nannas Beta Code: na/nnas

English (LSJ)

ὁ, or νάννα, ἡ,

   A maternal or paternal uncle or aunt, Hsch.; cf. νέννος. νάννη, ἡ, maternal aunt, Id.

German (Pape)

[Seite 228] ὁ, = νέννος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νάννας: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. νέννος.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
tonton (mot d’enfant).
Étymologie: DELG v. νέννος.

Greek Monolingual

νάννας, ὁ, θηλ. νάννα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θείος ή θεία από τον πατέρα ή από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. νέννος.

Frisk Etymological English

-αν See also: s. νέννος.