μυχλός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(26)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυχλός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]<br />Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μύκλος]]].
|mltxt=[[μυχλός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]<br />Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μύκλος]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[μύκλος]].
}}
}}

Revision as of 04:20, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχλός Medium diacritics: μυχλός Low diacritics: μυχλός Capitals: ΜΥΧΛΟΣ
Transliteration A: mychlós Transliteration B: mychlos Transliteration C: mychlos Beta Code: muxlo/s

English (LSJ)

σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for

   A stallionass, Id.; cf. μύκλα.

German (Pape)

[Seite 224] s. μύκλα.

Greek (Liddell-Scott)

μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».

Greek Monolingual

μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].

Frisk Etymological English

See also: s. μύκλος.