μύκλος

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύκλος Medium diacritics: μύκλος Low diacritics: μύκλος Capitals: ΜΥΚΛΟΣ
Transliteration A: mýklos Transliteration B: myklos Transliteration C: myklos Beta Code: mu/klos

English (LSJ)

ὁ, = μύκλα.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, nach Hesych. (u. E. M. 594, 18; Callim. fr. 180) ein schwarzer Streif oder eine Falte am Halse od. an den Füßen des Esels. Er erkl. es auch durch λάγνος, ὀχευτής, also wahrscheinlich äol. = μύχλος, μάχλος. Bei den Phokäern hieß der zum Bespringen gebrauchte Zuchtesel μύχλος, u. Lycophr. braucht es nicht bloß vom Esel, den er ἐργάτην μύκλον κάνθωνα nennt, 816, sondern auch von wollüstigen Menschen, wie von den Freiern der Penelope, 771, wo es der Schol. von einem Manne, der Μύκλος geheißen, ableitet.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: lascivious, debauched (Archil. 183 as PN, Lyc. 771, H.), as adjunct of the pack-mule (Lyc. 816), also name of the ass itself? (PTeb. 409, 7, Ip; written μοικ-, reading at all uncertain). After H. μύκλοι or μύκλαι are black stripes at the neck and feet of an ass, after EM594, 18 and sch. Lyc. 771 μύκλος is properly a callous fold at the neck of an ass.
Other forms: Cf. μύσκλοι below.
Derivatives: Besides μυχλός, after H. Phocaean name of a breeder-ass, but also = σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής; cf. also μύσκλοι σκολιοί H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As μυχλός may stand for *μυκσλός (Schwyzer 327), it may be identified with Lat. mūlus mule, if from *mucslos; a deviating formation is shown by Alb. mušk mule as well as by the Slav. forms, e.g. ORuss. mъskъ, Russ. (CSlav.) mesk mule (from Illyrian ?). As the breeding of mules originates from Pontic Asia Minor (cf. on ὄνος), we have here prob. a wandering word. (Frisk adds that this makes genetic identitity of μυχλός and mūlus doubtful, which I do not think.) Further there is the unaspirated μύκλος with the (original?) meaning black stripe etc., which must be explained (Fur. 299 n. 25 thinks that this is a separate word.) -- Further details in W.-Hofmann s. mūlus, also Vasmer s. mesk. Thevariants, notably k/ks and sk, are typical for Pre-Greek.

Frisk Etymology German

μύκλος: {múklos}
Meaning: geil, liederlich (Archil. 183 als PN, Lyk. 771, H.), als Beiw. des Packesels (Lyk. 816), auch Ben. des Esels selbst? (PTeb. 409, 7, Ip; geschr. μοικ-, Lesung überhaupt sehr unsicher). Nach H. sind μύκλοι od. μύκλαι schwarze Streifen an dem Hals und den Füßen des Esels, nach EM594, 18 und Sch. Lyk. 771 ist μύκλος eigentlich eine Hautschwiele am Hals des Esels.
Derivative: Daneben μυχλός, nach H. phokäische Ben. des Zuchtesels, aber auch = σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής; vgl. noch μύσκλοι· σκολιοί H.
Etymology: Da μυχλός für *μυκσλός stehen kann (Schwyzer 327), darf man es mit lat. mūlus Maulesel, wenn aus *mucslos, unmittelbar gleichsetzen; eine abweichende Bildung zeigen dagegen alb. mušk Maulesel ebenso wie die slav. Formen, z.B. aruss. mъskъ, russ. (kslav.) mesk Maultier (aus dem Illyr. ?). Weil die Maultierzucht aus dem pontischen Kleinasien stammt (vgl. zu ὄνος), haben wir es wahrscheinlich mit einem Wanderwort zu tun; dadurch wird die genetische Identität von μυχλός und mūlus stark gefährdet. Hinzu kommt das unaspirierte μύκλος mit der (urspr.?) Bed. schwarzer Streifen, die der Aufklärung bedarf. — Weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s. mūlus, auch Vasmer s. mesk.
Page 2,267-268

Greek Monolingual

μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαι
αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῖς τραχήλοις καὶ τοῖς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι»
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν»
3. (κατά το λεξ. Σουδα) «μύκλος, ὁ τράχηλος»
4. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ μύκλοι και μύχλοι
«οἱ λάγνοι, oἱ οχευταί»
5. (το αρσ.) οχευτής όνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύκλος με σημ. «λάγνος, οχευτής» μαρτυρείται στον Αρχίλοχο, από όπου ορισμένοι σχολιαστές θεώρησαν ότι πρόκειται για ανθρωπωνύμιο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε επίσης και ως προσδιοριστικό του όνου. Με την ίδια σημ. χρησιμοποιήθηκε και ο τ. μύχλος. Οι τ. μύκλος και μύχλος (πιθ. < μύκσλος) συνδέονται με το λατ. mūlus «ημίονος» (< mucslos) και με τα: αλβ. mŭsk, αρχ. ρωσ. mŭskŭ «ημίονος». Το γεγονός, εξάλλου, ότι η εκτροφή του ημιόνου ανάγεται στην περιοχή του Πόντου εξηγεί και τους παράλληλους τ. μύκλος / μύχλος, καθώς η λ., για να φτάσει στην Ελλάδα, πέρασε από ενδιάμεσους σταθμούς. Η σημ., τέλος, τών τ. μύκλοι και μύκλαι «αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι» παραμένει δυσερμήνευτη].