μαγύδαρις: Difference between revisions
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
(23) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μαγύδαρις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] πράγκος ο [[νομευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[καρπός]], η [[ρίζα]] ή ο [[χυμός]] του σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό [[δάνειο]]]. | |mltxt=η (AM [[μαγύδαρις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] πράγκος ο [[νομευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[καρπός]], η [[ρίζα]] ή ο [[χυμός]] του σιλφίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό [[δάνειο]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">inflorescence, seed and root and the sap obtained from it, of σίλφιον and a cognate plant</b> (Thphr., Dsc., H.).<br />Other forms: late <b class="b3">μαγόδαρις</b> (Gp. 2, 35, 9 codd.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Foreign word of unknown (Libyan or Syrian?) source; s. W.-Hofmann s. [[magūdaris]] (Plaut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 3 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A inflorescence of the σίλφιον, Thphr.HP6.3.4; also its seed (or root), Dsc.3.80; also its sap, Hsch. II another plant, distinct from σίλφιον, Prangos ferulacea, Thphr.HP1.6.12, 6.3.7, Dsc. l.c., Gp.2.35.9 (μαγοδ- codd.). [m[acaron]gūd[acaron]r[icaron]s Plaut.Rud.633.]
Greek (Liddell-Scott)
μαγύδαρις: ἡ, ὁ σπόρος τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 4· καὶ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 94. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν διάφορον τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12. [μᾰγῡδᾰρῐς, Plaut. Rud. 3. 2, 19.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγύδαρις· ὀπὸς σιλφίου. οἱ δὲ ἕτερον τοῦ σιλφίου εἶναι μανότερον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 racine et graine du laserpitium (σίλφιον);
2 plante inconnue.
Étymologie: DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie.
Greek Monolingual
η (AM μαγύδαρις)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής
μσν.-αρχ.
το φυτό πράγκος ο νομευτικός
αρχ.
ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός του σιλφίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό δάνειο].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: inflorescence, seed and root and the sap obtained from it, of σίλφιον and a cognate plant (Thphr., Dsc., H.).
Other forms: late μαγόδαρις (Gp. 2, 35, 9 codd.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Foreign word of unknown (Libyan or Syrian?) source; s. W.-Hofmann s. magūdaris (Plaut.).