μυκός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(26)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυκός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄφωνος]], ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με [[κλειστά]] τα χείλη (<b>πρβλ.</b> <i>μῦ</i>, <i>μύω</i>) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>ka</i>- «[[άφωνος]]» και <i>mukka</i>- «[[στόμα]]». Ο τ. [[μυττός]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μυκ</i>-<i>yoς</i>) συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>tus</i> «[[άλαλος]]», ενώ ο [[εκφραστικός]] τ. <i>μύνδος</i> συνδέεται με το αρμεν. <i>munĵ</i> «[[άφωνος]], [[βουβός]]» (<b>πρβλ.</b> [[επίσης]] [[μύρκος]], [[μυρικάς]]). Στη Νέα Ελληνική η λ. αντικαταστάθηκε με τη λ. [[βουβός]] ([[αλλά]] <b>πρβλ.</b> κατωιταλ. <i>mindo</i> «μύνδος, με μικρά αφτιά»)].
|mltxt=[[μυκός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄφωνος]], ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με [[κλειστά]] τα χείλη (<b>πρβλ.</b> <i>μῦ</i>, <i>μύω</i>) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ū</i><i>ka</i>- «[[άφωνος]]» και <i>mukka</i>- «[[στόμα]]». Ο τ. [[μυττός]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μυκ</i>-<i>yoς</i>) συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>tus</i> «[[άλαλος]]», ενώ ο [[εκφραστικός]] τ. <i>μύνδος</i> συνδέεται με το αρμεν. <i>munĵ</i> «[[άφωνος]], [[βουβός]]» (<b>πρβλ.</b> [[επίσης]] [[μύρκος]], [[μυρικάς]]). Στη Νέα Ελληνική η λ. αντικαταστάθηκε με τη λ. [[βουβός]] ([[αλλά]] <b>πρβλ.</b> κατωιταλ. <i>mindo</i> «μύνδος, με μικρά αφτιά»)].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">ἄφωνος</b> H. (in alphab. wrong position).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], XX [unknown]<br />Etymology: One compares Skt. <b class="b2">mū́ka-</b> [[dumb]]. -- With dental <b class="b3">μυττός</b> (< <b class="b3">*-κ</b>ι̯-?), <b class="b3">μύτης</b>, <b class="b3">μύδος</b> (H.), <b class="b3">μύνδος</b> (S. Fr. 1072, Lyc. 1375, Call. Fr.260; unterital. <b class="b2">with small ears</b>, Rohlfs ByzZ 37, 58f.), <b class="b3">μυναρός</b> (H.) <b class="b2">id.</b>. On itself sands <b class="b3">μύρκος ὁ καθόλου μη δυνάμενος λαλεῖν</b>. <b class="b3">Συρακούσιοι</b>. <b class="b3">ἐνεός</b>, <b class="b3">ἄφωνος</b> H.; <b class="b3">μυρικᾶς ἄφωνος</b>, <b class="b3">ἐν ἑαυτῳ̃ ἔχων ο μέλλει πράττειν</b> H. (cf. v. Blumenthal Hesychst. 42). -- From sound imitating [[mū]], s. <b class="b3">μύω</b> (?); on the dental-formations cf. Lat. [[mūtus]], s. further W.-Hofmann on [[mūtus]]; with <b class="b3">μύνδος</b> (s.v.) Arm. <b class="b2">munǰ</b> [[dumb]] (< <b class="b2">*mun(d)i̯os</b>?); s. auch 1. [[mundus]]. With <b class="b3">μύρκος</b> agrees formally Lat. [[murcus]] [[mutilated]], esp. of him, who, so as not to become soldier, cuts off his thumbs; it could be a loan from Lat. in Sicil. (rather than the other way round), s. W.-Hofmann s.v. - <b class="b3">μύνδος</b> may have prenasal. beside <b class="b3">μύδος</b> (and must therefore be retained; against Latte, whose note is not clear to me). I think that <b class="b3">μυναρός</b> is a misreading for <b class="b3">*μυνδρος</b>. The other forms cannot be easyly fitted in. Continues <b class="b3">μυρικ-ᾶς</b> a form <b class="b2">*mury-k-</b>? - The group is very unclear. (Do the the words with <b class="b3">μυ(ν)δ-</b> belong here?)
}}
}}

Revision as of 04:55, 3 January 2019

Greek Monolingual

μυκός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka- «άφωνος» και mukka- «στόμα». Ο τ. μυττός (πιθ. < μυκ-yoς) συνδέεται με το λατ. mūtus «άλαλος», ενώ ο εκφραστικός τ. μύνδος συνδέεται με το αρμεν. munĵ «άφωνος, βουβός» (πρβλ. επίσης μύρκος, μυρικάς). Στη Νέα Ελληνική η λ. αντικαταστάθηκε με τη λ. βουβός (αλλά πρβλ. κατωιταλ. mindo «μύνδος, με μικρά αφτιά»)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ἄφωνος H. (in alphab. wrong position).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], XX [unknown]
Etymology: One compares Skt. mū́ka- dumb. -- With dental μυττός (< *-κι̯-?), μύτης, μύδος (H.), μύνδος (S. Fr. 1072, Lyc. 1375, Call. Fr.260; unterital. with small ears, Rohlfs ByzZ 37, 58f.), μυναρός (H.) id.. On itself sands μύρκος ὁ καθόλου μη δυνάμενος λαλεῖν. Συρακούσιοι. ἐνεός, ἄφωνος H.; μυρικᾶς ἄφωνος, ἐν ἑαυτῳ̃ ἔχων ο μέλλει πράττειν H. (cf. v. Blumenthal Hesychst. 42). -- From sound imitating , s. μύω (?); on the dental-formations cf. Lat. mūtus, s. further W.-Hofmann on mūtus; with μύνδος (s.v.) Arm. munǰ dumb (< *mun(d)i̯os?); s. auch 1. mundus. With μύρκος agrees formally Lat. murcus mutilated, esp. of him, who, so as not to become soldier, cuts off his thumbs; it could be a loan from Lat. in Sicil. (rather than the other way round), s. W.-Hofmann s.v. - μύνδος may have prenasal. beside μύδος (and must therefore be retained; against Latte, whose note is not clear to me). I think that μυναρός is a misreading for *μυνδρος. The other forms cannot be easyly fitted in. Continues μυρικ-ᾶς a form *mury-k-? - The group is very unclear. (Do the the words with μυ(ν)δ- belong here?)