μόροττον: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόροττον]], τὸ (Α)<br />[[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.]. | |mltxt=[[μόροττον]], τὸ (Α)<br />[[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: See Nilsson, Griechische Feste 323 n. 3. Fur. 341 connects Calabr. [[marrotta]]. A Pre-Greek word is probable (Chantraine). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A basket made of bark, used in festivals of Demeter, Hsch.
German (Pape)
[Seite 208] τό, nach Hesych. πλέγμα ἐκ φλοιοῦ, im Dienste der Ceres gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
μόροττον: τό, «ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι, ᾦ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μόροττον, τὸ (Α)
κατά τον Ησύχ.) «ἐκ φλοιοῡ πλέγμά τι, ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῑς Δημητρίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι ᾧ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: See Nilsson, Griechische Feste 323 n. 3. Fur. 341 connects Calabr. marrotta. A Pre-Greek word is probable (Chantraine).