ὀλβάχιον: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(28)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβάχιον]] και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, το, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι<br />ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον<br />σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν ([[κάνιστρον]]) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς [[οὐλάς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀλβάχνιον</i> συνδέεται με τη λ. [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]] και έχει σύνθετο [[επίθημα]] σε -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νιο</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πέταχνον]]), ενώ οι τ. [[ὀλβάχιον]] και <i>ὀλβακήια</i> [[είναι]] πιθ. εσφαλμένοι.
|mltxt=[[ὀλβάχιον]] και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, το, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι<br />ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον<br />σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν ([[κάνιστρον]]) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς [[οὐλάς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀλβάχνιον</i> συνδέεται με τη λ. [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]] και έχει σύνθετο [[επίθημα]] σε -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νιο</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πέταχνον]]), ενώ οι τ. [[ὀλβάχιον]] και <i>ὀλβακήια</i> [[είναι]] πιθ. εσφαλμένοι.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[οὐλαί]], [[λαιγματά]].
}}
}}

Revision as of 05:10, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβάχιον Medium diacritics: ὀλβάχιον Low diacritics: ολβάχιον Capitals: ΟΛΒΑΧΙΟΝ
Transliteration A: olbáchion Transliteration B: olbachion Transliteration C: olvachion Beta Code: o)lba/xion

English (LSJ)

τό, Dinol.13 :—also ὀλβάχνιον, ὄλεχον, EM257.53,621.20 ; ὀλβακήϊα, Hsch. :—said to be Syracusan for ὀλάχνιον, and expld. as τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς. (β

   A = ϝ.)

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβάχιον: τό, «κανοῦν Δεινόλοχος» Ἡσύχ. ὡσαύτως, ὀλβάχνιον, «πλεονάζουσιν δὲ τὸ β Συρακούσιοι· ὡς ἐπὶ τοῦ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον· σημαίνει δὲ τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλὰς» Ἐτυμ. Μέγ. 257. 53· προσέτι, ὄλεχον αὐτόθι 621. 20.

Greek Monolingual

ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, το, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι
ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον
σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλβάχνιον συνδέεται με τη λ. ὀλαί / οὐλαί και έχει σύνθετο επίθημα σε -αχ- + -νιο- (πρβλ. πέταχνον), ενώ οι τ. ὀλβάχιον και ὀλβακήια είναι πιθ. εσφαλμένοι.

Frisk Etymological English

See also: s. οὐλαί, λαιγματά.