οὐγγία: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(29) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ουγκιά, η (AM [[οὐγγία]] και οὐγκία, Α και [[ὀγκία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους σε διάφορες χώρες, που [[σήμερα]] ισούται με 28,34 γραμμάρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[δωδεκατημόριο]] του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>uncia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>unus</i> «[[ένας]]»), <b>πρβλ.</b> ιρλδ. <i>unga</i>, γοτθ. <i>unkja</i>, αρχ. αγγλοσαξ. <i>ynče</i>]. | |mltxt=και ουγκιά, η (AM [[οὐγγία]] και οὐγκία, Α και [[ὀγκία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους σε διάφορες χώρες, που [[σήμερα]] ισούται με 28,34 γραμμάρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[δωδεκατημόριο]] του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>uncia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>unus</i> «[[ένας]]»), <b>πρβλ.</b> ιρλδ. <i>unga</i>, γοτθ. <i>unkja</i>, αρχ. αγγλοσαξ. <i>ynče</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=οὐγκία<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: Lat. uncia.<br />Other forms: Also <b class="b3">ὀγκία</b> (Epich. 203) | |||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 3 January 2019
English (LSJ)
or οὐγκία, ἡ, Lat.
A uncia, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, Gal.13.789, Alex.Aphr.in Top.210.7:—written ὀγκία in Epich.203, Sophr.151: hence Adj. οὐγκιαῖος, α, ον, of one uncia, prob. in SIG1042.23 (Sunium, ii/iii A. D.): οὐγκιασμός, ὁ, measurement by unciae, in pl., Just.Nov.107.1.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, auch οὐγκία, das lat. uncia, Unze, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οὐγγία: ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ ὀγκία Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. λίτρα.
Greek Monolingual
και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία)
νεοελλ.
μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια
μσν.-αρχ.
το δωδεκατημόριο του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ. ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλοσαξ. ynče].
Frisk Etymological English
οὐγκία
Grammatical information: f.
Meaning: Lat. uncia.
Other forms: Also ὀγκία (Epich. 203)