σέριφος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(37) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή σερίφη, ἡ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «[[σέριφος]] [ή σερίφη] γραῡς» <br />α) [[είδος]] ακρίδας, η [[μάντις]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[αλογάκι]] της Παναγίας<br />β) (σκωπτικά) [[γεροντοκόρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σέρφος]]. | |mltxt=ή σερίφη, ἡ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «[[σέριφος]] [ή σερίφη] γραῡς» <br />α) [[είδος]] ακρίδας, η [[μάντις]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[αλογάκι]] της Παναγίας<br />β) (σκωπτικά) [[γεροντοκόρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σέρφος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σέρφος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:32, 3 January 2019
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, od. σέριφον, τό, eine Art ἀψίνθιον, Wermuth, auch θαλάσσιον genannt, Sp. Vgl. auch das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σέρῑφος: ἡ, Διοσκ. 3. 27 (μετὰ διαφ. γραφ. σερίφιον, τό), ἢ σέρῑφον, τό, Διοσκ. (ἐν τῷ προοιμ.), Γαλην.· - εἶδος θαλασσίου ἀψινθίου, ὅπερ καλεῖται καὶ ἀψίνθιον θαλάσσιον, Artemisia maritima L. II. γραῦς σέριφος ἢ σερίφη, εἶδος ἀκρίδος = μάντις, τὸ δὲ ὄνομα τοῦτο εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἀγάμου γραίας (γεροντοκόρης), Ζηνόβ. 2. 94, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ή σερίφη, ἡ, Α
(κυρίως στη φρ.) «σέριφος [ή σερίφη] γραῡς»
α) είδος ακρίδας, η μάντις, κν. γνωστό σήμερα ως αλογάκι της Παναγίας
β) (σκωπτικά) γεροντοκόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέρφος.
Frisk Etymological English
See also: s. σέρφος