σκέραφος: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(37) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σχέραφος]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[βλασφημία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]] «[[σκώπτω]]» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>α</i>-<i>φος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κρότ</i>-<i>α</i>-<i>φος</i>. Παρλλ. απαντά και τ. [[κέραφος]] [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[σκερβόλλω]])]. | |mltxt=και [[σχέραφος]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[βλασφημία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]] «[[σκώπτω]]» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>α</i>-<i>φος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κρότ</i>-<i>α</i>-<i>φος</i>. Παρλλ. απαντά και τ. [[κέραφος]] [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[σκερβόλλω]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σκερβόλλω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 3 January 2019
German (Pape)
[Seite 893] τό, att. σχέραφος, auch κέραφος, Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es λοιδορία, βλασφημία erklären. Man vergleiche σκέρβολος.
Greek (Liddell-Scott)
σκέρᾰφος: ἢ σχέραφος, τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., ὅστις ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «λοιδορία, κακολογία, βλασφημία», κτλ.
Greek Monolingual
και σχέραφος Α
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα -α-φος, πρβλ. κρότ-α-φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ- (βλ. και λ. σκερβόλλω)].
Frisk Etymological English
See also: s. σκερβόλλω