σάγουρον: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
(2b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γυργάθιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα συνθ. σε -<i>ουρος</i>, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: <i>ὁρώ</i>, [[ὅρος]], [[οὐρά]]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γυργάθιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα συνθ. σε -<i>ουρος</i>, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: <i>ὁρώ</i>, [[ὅρος]], [[οὐρά]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">γυργάθιον</b> H. (LSJ gives <b class="b2">net for suspending subdtances in fluids</b> but see also Supp.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. LSJ comments (s.v. <b class="b3">σαγήνη</b>) "forme populaire faite sur les composés en <b class="b3">-ουρος</b> dont le second terme a des sens divers" without any further explanation. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 3 January 2019
English (LSJ)
γυργάθιον, Hsch. σαγροῖς· κοπίς, ἢ πέλεκυς, Id. σαγύριον· ἄρτου κλάσμα, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γυργάθιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» και έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. σε -ουρος, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: ὁρώ, ὅρος, οὐρά.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: γυργάθιον H. (LSJ gives net for suspending subdtances in fluids but see also Supp.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. LSJ comments (s.v. σαγήνη) "forme populaire faite sur les composés en -ουρος dont le second terme a des sens divers" without any further explanation.