θελγίν: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(16)
m (Text replacement - "˙" to "·")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θελγίν''': -ῖνος, ὁ, ἴδε τελχίν. - Καθ’ Ἡσύχ. «Θελγῖνες˙ οἱ Τελχῖνες, γόητες, πανοῦργοι. φαρμακευταί».
|lstext='''θελγίν''': -ῖνος, ὁ, ἴδε τελχίν. - Καθ’ Ἡσύχ. «Θελγῖνες· οἱ Τελχῖνες, γόητες, πανοῦργοι. φαρμακευταί».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θελγίν]], -ῖνος, ό (Α) [[θέλγω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θελγῖνες<br />τελχῖνες<br />γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί».
|mltxt=[[θελγίν]], -ῖνος, ό (Α) [[θέλγω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θελγῖνες<br />τελχῖνες<br />γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί».
}}
}}

Latest revision as of 19:32, 6 January 2019

German (Pape)

[Seite 1192] ῖνος, ὁ, s. τελχίν.

Greek (Liddell-Scott)

θελγίν: -ῖνος, ὁ, ἴδε τελχίν. - Καθ’ Ἡσύχ. «Θελγῖνες· οἱ Τελχῖνες, γόητες, πανοῦργοι. φαρμακευταί».

Greek Monolingual

θελγίν, -ῖνος, ό (Α) θέλγω
(κατά τον Ησύχ.) «θελγῖνες
τελχῖνες
γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί».