θελγίν
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
German (Pape)
[Seite 1192] ῖνος, ὁ, s. τελχίν.
Greek (Liddell-Scott)
θελγίν: -ῖνος, ὁ, ἴδε τελχίν. - Καθ’ Ἡσύχ. «Θελγῖνες· οἱ Τελχῖνες, γόητες, πανοῦργοι. φαρμακευταί».
Greek Monolingual
θελγίν, -ῖνος, ό (Α) θέλγω
(κατά τον Ησύχ.) «θελγῖνες
τελχῖνες
γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί».