θεραπευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θερᾰπευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἀρχύτ. παρ’ Ἀθην. 545F, Πλούτ. Λυκ. 11˙ ὁ περὶ τὸ [[σῶμα]] θ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65.
|lstext='''θερᾰπευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἀρχύτ. παρ’ Ἀθην. 545F, Πλούτ. Λυκ. 11· ὁ περὶ τὸ [[σῶμα]] θ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτήρ Medium diacritics: θεραπευτήρ Low diacritics: θεραπευτήρ Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡ
Transliteration A: therapeutḗr Transliteration B: therapeutēr Transliteration C: therapeftir Beta Code: qerapeuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A attendant, Aristox.Fr. Hist.15, Plu.Lyc.11, Charito4.1; ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. X.Cyr.7.5.65; τοῦ ἄντρου Max.Tyr.14.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1199] ῆρος, ὁ, = Folgdm, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἀρχύτ. παρ’ Ἀθην. 545F, Πλούτ. Λυκ. 11· ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 serviteur, particul. serviteur ou adorateur d’un dieu;
2 celui qui prend soin de qch (du corps, etc.) ; celui qui soigne (les malades), médecin.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek Monolingual

θεραπευτήρ, ὁ (Α) θεραπεύω
θεραπευτής («τοὺς συνήθεις ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

θερᾰπευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., ὁ περὶ τὸ σῶμα θεραπευτήρ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτήρ: ῆρος ὁ Xen., Plut. = θεραπευτής.