καταπτοέω: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπτοέω''': πτοίαν ἢ πτόησιν [[ἐμβάλλω]], καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29˙ Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.
|lstext='''καταπτοέω''': πτοίαν ἢ πτόησιν [[ἐμβάλλω]], καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29· Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτοέω Medium diacritics: καταπτοέω Low diacritics: καταπτοέω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΟΕΩ
Transliteration A: kataptoéō Transliteration B: kataptoeō Transliteration C: kataptoeo Beta Code: kataptoe/w

English (LSJ)

   A frighten, Ps.-Luc.Philopatr.29.

German (Pape)

[Seite 1373] einschüchtern; Luc. Philop. 29; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτοέω: πτοίαν ἢ πτόησιν ἐμβάλλω, καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29· Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
frapper de stupeur, acc..
Étymologie: κατά, πτοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πτοέω schrik aanjagen.

Russian (Dvoretsky)

καταπτοέω: пугать, устрашать (τινα Luc.).