οἰνόχρως: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(28) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13. | |lstext='''οἰνόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13. 4· οἰνόχροος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 240. 35· συνῃρ. -χρους, ουν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 115. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνόχρως]], -ωτος, ὁ ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οινόχρους]]. | |mltxt=[[οἰνόχρως]], -ωτος, ὁ ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οινόχρους]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A wine-coloured, Thphr.HP9.13.4 ; τὴν -χροα τρίχα Sch.E.Or.115.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13. 4· οἰνόχροος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 240. 35· συνῃρ. -χρους, ουν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 115.