ξῦσις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_9)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῦσις''': ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = [[ξυσμός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907˙ - τὸ ξύειν, «[[ξύλον]] παρὰ τὸ ξύω˙ τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι˙ οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]]).
|lstext='''ξῦσις''': ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = [[ξυσμός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907· - τὸ ξύειν, «[[ξύλον]] παρὰ τὸ ξύω· τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]]).
}}
}}

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῦσις Medium diacritics: ξῦσις Low diacritics: ξύσις Capitals: ΞΥΣΙΣ
Transliteration A: xŷsis Transliteration B: xysis Transliteration C: ksysis Beta Code: cu=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ξύω)

   A ulceration, erosion, τοῦ ἐντέρου Hp.Acut.60.    b excoriation, Aret.CD1.3.    2 scraping, filing, Hp.VC14, cf. Gal. 14.781, Ammon.in Int.23.21, PMed.inArch.Pap.4.270 ; polishing, EM611.20. (ξύσις is f.l. in codd.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῦσις: ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = ξυσμός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907· - τὸ ξύειν, «ξύλον παρὰ τὸ ξύω· τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ εἶναι μακρόν).