Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αερολογία: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η [[αερολόγος]]<br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι αερολογίες</i><br />[[λόγια]] [[χωρίς]] ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], άσκοπη [[φλυαρία]], αερόλογα.———————— <b>(II)</b><br />η <b>(Μετεωρ.)</b><br />[[κλάδος]] της Μετεωρολογίας, στον οποίο μπορούν να υπαχθούν όλες οι μελέτες της ελεύθερης ατμόσφαιρας, [[δηλαδή]] του τμήματος της ατμόσφαιρας που εκτείνεται [[πάνω]] από το οριακό επιφανειακό [[στρώμα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, -[[έρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]], πρβλ. γαλλ. <i>aerologie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αερολογικός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η [[αερολόγος]]<br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι αερολογίες</i><br />[[λόγια]] [[χωρίς]] ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], άσκοπη [[φλυαρία]], αερόλογα.<br /><b>(II)</b><br />η <b>(Μετεωρ.)</b><br />[[κλάδος]] της Μετεωρολογίας, στον οποίο μπορούν να υπαχθούν όλες οι μελέτες της ελεύθερης ατμόσφαιρας, [[δηλαδή]] του τμήματος της ατμόσφαιρας που εκτείνεται [[πάνω]] από το οριακό επιφανειακό [[στρώμα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, -[[έρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]], πρβλ. γαλλ. <i>aerologie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αερολογικός]]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η αερολόγος
συνήθως στον πληθ. οι αερολογίες
λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, άσκοπη φλυαρία, αερόλογα.
(II)
η (Μετεωρ.)
κλάδος της Μετεωρολογίας, στον οποίο μπορούν να υπαχθούν όλες οι μελέτες της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή του τμήματος της ατμόσφαιρας που εκτείνεται πάνω από το οριακό επιφανειακό στρώμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, -έρος + -λογία, πρβλ. γαλλ. aerologie.
ΠΑΡ. αερολογικός].