Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπειμι: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(5)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[ειμί]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]], [[είμαι]] [[απών]]<br /><b>3.</b> [[λείπω]] ή δεν συνυπολογίζομαι<br /><b>4.</b> (η ευκτ.) <i>ἀπείη</i><br />ὃ μὴ γένοιτο<br /><b>5.</b> η [[μετοχή]] ενεστ. ([[απών]], <i>απούσα</i>, <i>απόν</i> αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)<br />αυτός που απουσιάζει, που δεν [[είναι]] [[παρών]] [[κάπου]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[είμι]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] απ' το [[σπίτι]] για να μετάσχω σε κάποια [[εκδήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἀπῄει</i><br />θα οδηγούσε στο να..., [[σχεδόν]] θα...<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραπετεύω]] ή [[αυτομολώ]]<br /><b>2.</b> [[ξαναγυρίζω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] για [[πάντα]], [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[ειμί]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]], [[είμαι]] [[απών]]<br /><b>3.</b> [[λείπω]] ή δεν συνυπολογίζομαι<br /><b>4.</b> (η ευκτ.) <i>ἀπείη</i><br />ὃ μὴ γένοιτο<br /><b>5.</b> η [[μετοχή]] ενεστ. ([[απών]], <i>απούσα</i>, <i>απόν</i> αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)<br />αυτός που απουσιάζει, που δεν [[είναι]] [[παρών]] [[κάπου]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[είμι]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] απ' το [[σπίτι]] για να μετάσχω σε κάποια [[εκδήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἀπῄει</i><br />θα οδηγούσε στο να..., [[σχεδόν]] θα...<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραπετεύω]] ή [[αυτομολώ]]<br /><b>2.</b> [[ξαναγυρίζω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] για [[πάντα]], [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
}}
}}

Revision as of 12:13, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.
(II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.