ανίσως: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ ἀνίσως)<br />σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται [[συνήθως]] με το <i>και</i> και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον [[αγαπώ]] και [[θέλω]] για να φύγεις, [[σπαθί]] βαστάς στη [[μέση]] σου κόψε μου το [[κεφάλι]]» δημοτ.)<br /><b>2.</b> πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε [[ανίσως]] κι [[είναι]] σωστά αυτά που λέει»)<br /><b>3.</b> προτάσεις που δηλώνουν [[άρνηση]] («[[ανίσως]] κι έρθει [[σήμερα]]»)<br />[[μάλλον]] δεν θα 'ρθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[ανίσως]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>(υποθ.)</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ίσως</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ ἀνίσως)<br />σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται [[συνήθως]] με το <i>και</i> και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον [[αγαπώ]] και [[θέλω]] για να φύγεις, [[σπαθί]] βαστάς στη [[μέση]] σου κόψε μου το [[κεφάλι]]» δημοτ.)<br /><b>2.</b> πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε [[ανίσως]] κι [[είναι]] σωστά αυτά που λέει»)<br /><b>3.</b> προτάσεις που δηλώνουν [[άρνηση]] («[[ανίσως]] κι έρθει [[σήμερα]]»)<br />[[μάλλον]] δεν θα 'ρθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[ανίσως]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>(υποθ.)</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ίσως</i>].<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρ.</b> (Α ἀνίσως)<br />[[κατά]] τρόπο άνισο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
(Μ ἀνίσως)
σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.)
2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι είναι σωστά αυτά που λέει»)
3. προτάσεις που δηλώνουν άρνηση («ανίσως κι έρθει σήμερα»)
μάλλον δεν θα 'ρθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανίσως < αν- (υποθ.) + ίσως].
(II)
επίρ. (Α ἀνίσως)
κατά τρόπο άνισο.