δωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
(nl)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δωρίζω]] και δωρ. τ. [[δωρίσδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Δωριείς<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[γραμμένος]] στη δωρική διάλεκτο.———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[δωρίζω]])<br />[[κάνω]] [[δωρεά]], [[χαρίζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δωρίζω]] και δωρ. τ. [[δωρίσδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Δωριείς<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[γραμμένος]] στη δωρική διάλεκτο.<br /><b>(II)</b><br />(Μ [[δωρίζω]])<br />[[κάνω]] [[δωρεά]], [[χαρίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:45, 8 January 2019

German (Pape)

[Seite 695] die Dorier nachahmen, bes. wie ein Dorier sprechen; Theocr. 15, 93; Strab. VI p. 333 u. II Sp.

French (Bailly abrégé)

parler dorien.
Étymologie: Δωρίς.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δωρίσδω Theoc.15.93
1 hablar el dialecto dorio Theoc.l.c., Ps.Dicaearch.3.2, Demetr.Eloc.177, Str.8.1.2, D.Chr.10.23, Plu.Phil.2, 2.421b, A.D.Synt.279.24.
2 componer o cantar en dorio Hsch., en v. pas. δωρίζεται τὰ Ἀλκμᾶνος (ποιήματα) A.D.Synt.279.25.

Greek Monolingual

(I)
δωρίζω και δωρ. τ. δωρίσδω (Α)
1. μιμούμαι τους Δωριείς
2. παθ. είμαι γραμμένος στη δωρική διάλεκτο.
(II)
δωρίζω)
κάνω δωρεά, χαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

δωρίζω: дор. δωρίσδω подражать дорянам или говорить на дорическом диалекте Theocr., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωρίζω, Dor. δωρίσδω [Δωρίς: Dorisch] Dorisch spreken.