επίστομα: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(13)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[απίστομα]] και [[πίστομα]] (Μ ἐπίστομα) [[στόμα]]<br /><b>επίρρ.</b> με το [[στόμα]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το μπροστινό [[τμήμα]] της κεφαλής τών εντόμων [[ανάμεσα]] στο άνω [[χείλος]] και στο [[μέτωπο]]<br /><b>2.</b> μικρή κινητή [[γλώσσα]] τών βρυοζώων.
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[απίστομα]] και [[πίστομα]] (Μ ἐπίστομα) [[στόμα]]<br /><b>επίρρ.</b> με το [[στόμα]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]].<br /><b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το μπροστινό [[τμήμα]] της κεφαλής τών εντόμων [[ανάμεσα]] στο άνω [[χείλος]] και στο [[μέτωπο]]<br /><b>2.</b> μικρή κινητή [[γλώσσα]] τών βρυοζώων.
}}
}}

Latest revision as of 12:56, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) στόμα
επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.
(II)
το
1. το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο
2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.