ζῳοτροφικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "|" to "|")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (Ι)<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζῳοτροφικός]], -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ), [[κατάλληλος]] για τη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ). ζωοκομικός, [[ζωοτεχνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ζῳοτροφική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[ζωοτροφία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (Ι)<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζῳοτροφικός]], -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ), [[κατάλληλος]] για τη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ). ζωοκομικός, [[ζωοτεχνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ζῳοτροφική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[ζωοτροφία]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:00, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτροφικός Medium diacritics: ζῳοτροφικός Low diacritics: ζωοτροφικός Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: zōiotrophikós Transliteration B: zōotrophikos Transliteration C: zootrofikos Beta Code: zw|otrofiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A connected with the feeding of animals, ib.263e: ἡ -κή (sc. τέχνη),= ζῳοτροφία, ib.267b.

German (Pape)

[Seite 1144] ή, όν, das Füttern, Halten von Thieren betreffend, Plat. Polit. 263 e; ἡ -κή 267 a.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτροφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. τέχνη) = ζωοτροφία, αὐτόθι 267Α.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι)
2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.
(II)
-ή, -ό (AM ζῳοτροφικός, -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία (ΙΙ). ζωοκομικός, ζωοτεχνικός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ζῳοτροφική (ενν. τέχνη)
η ζωοτροφία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοτροφικός -ή -όν [ζῳοτροφία] van de dierenhouderij; subst. ἡ ζ. ( sc. τέχνη ) dierenhouderij.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτροφικός: касающийся кормления животных Plat.